ΑΠΟΔΡΑΣΗ

  •                  Στίχοι : Αλέξανδρος Ζαχαριάδης  

  •                

                 Ο Βράχος Μου

    Αυτός ο βράχος με περιμένει στη στροφή.

    Κάθε πρωί τον ανταμώνω και πιο πέρα.

    Τον κουβαλάω μέχρι του λόφου την κορφή.

    Τη νύχτα είναι ψηλά. Κατρακυλά τη μέρα.

     

    Περνούν μπροστά μου προφήτες, λόγιοι, ποιητές.

     Παραιτημένοι, μεταποιούν χρησμούς και ιδέες.

    Δεν μου μιλούν μα αναρωτιούνται με ματιές:

    Είναι εξαναγκασμός ή αγάπησα τις πέτρες;

     

    Ακόμα ένας μύθος στης ζωής μου τα μυστήρια.

    Ακόμα ένας γρίφος που μπορώ μα δεν θα λύσω.

    Θα θάψω πιο βαθιά των δισταγμών μου τα πειστήρια

    Ξανά στην ουτοπία ανάβαση θα αρχίσω.

     

    Αυτός ο βράχος τραβά με βρόχο στο βυθό

    όσους τον βλέπουν σαν απειλή και τιμωρία.

    Εγώ τον ξέρω ροκ και ροκ θα συστηθώ

    σε αυτούς που ακολουθούν παράδοξη πορεία.

     

    Και αν με αντικρίζουν μετά από πτώση σιωπηλό,

    και αν με χλευάζουν, ανασκουμπώνομαι και πάλι.

    Πάντα παρέα με ένα βράχο θα κυλώ.

    Ξεκίνησα από εκεί που βάλτωσαν οι άλλοι.

     

    Ακόμα ένας μύθος στης ζωής μου τα μυστήρια.

    Ακόμα ένας γρίφος που μπορώ μα δεν θα λύσω.

    Θα θάψω πιο βαθιά των δισταγμών μου τα πειστήρια

    Ξανά στην ουτοπία ανάβαση θα αρχίσω.

     

             Μέρες Αλλόκοτες

    Τις νύχτες στο ταβάνι τριγυρνάνε

    οι ήρωες της νιότης μου οι χαμένοι.

    Στην κάμαρα μου αθόρυβα γλιστράνε.

    Νηφάλιοι, μεθυσμένοι, απορημένοι.

     

    Σε τέχνες, λένε, και σε επαναστάσεις,

    τα δώρα τους, μας έχουν φυλαγμένα.

    Διψούν για νέες ιδέες και καταστάσεις

    μα διάδοχο δεν βλέπουνε κανένα.

     

    Μέρες αλλόκοτες.

    Σκέψεις δεν ανθούν πριν μαραθούν.

    Σκιές αλλόφρονες.

    Ποιοι θα παλέψουν;

    Πόσοι θα αντέξουν στον χρόνο;

     

    Μου γνέφουν και ζητάνε εξηγήσεις:

    Σαν έφυγαν αυτοί τι πήγε λάθος;

    Δεν έχω να τους δώσω απαντήσεις.

    Γνωρίζουν όμως όλοι κατά βάθος.

     

    Μέρες αλλόκοτες.

    Σκέψεις δεν ανθούν πριν μαραθούν.

    Σκιές αλλόφρονες.

    Ποιοι θα παλέψουν;

    Πόσοι θα αντέξουν στον χρόνο;

     

    Ξημέρωσε και ο ήλιος σχεδιάζει

    στον τοίχο μου, με ίσκιους που θαμπώνουν.

    Η εικόνα φαίνεται πως δεν αλλάζει

    μα νέες πινελιές την πλαισιώνουν.

     

             Άλλη Μία Κούπα (Bob Dylan)

    Η ανάσα σου υγρή, τα μάτια δυο πετράδια του ουρανού,

    κορμί σπαθί, μετάξι τα μαλλιά στο μαξιλάρι σου.

    Μα δεν εισπράττω αγάπη, ούτε ευγνωμοσύνη εραστών.

    Η πίστη σου δεν είναι σε μένα, μα στο άπειρο των αστεριών.

    Κι άλλη κούπα με καφέ θα πιω.

    Άλλη μία κούπα πριν να βγω, την κοιλάδα να βρω.

     

    Πατέρα έχεις παράνομο και έμπορο περιηγητή.

    Στιλέτο σου ’μαθε να ρίχνεις και να είσαι εκλεκτική.

    Το βιός του επιβλέπει, έτσι ξένος δεν μπορεί να μπει.

    Τον τρέμει η γη όταν καλεί για ακόμα ένα πιάτο φαΐ.

    Κι άλλη κούπα με καφέ θα πιω.

    Άλλη μία κούπα πριν να βγω, την κοιλάδα να βρω.

     

    Η μάνα σου το μέλλον βλέπει, όπως η αδελφή σου και εσύ.

    Βιβλία γύρω δεν θα δεις, δεν ξέρεις διάβασμα ούτε γραφή.

    Δεν έχει όρια η απόλαυση σου, τιτιβίζεις σαν κορυδαλλός,

    μα η καρδιά σου είναι ωκεανός, μυστήριος, σκοτεινός.

    Κι άλλη κούπα με καφέ θα πιω.

    Άλλη μία κούπα πριν να βγω, την κοιλάδα να βρω.

        

                      Απόδραση

    Πριν ξημερώσει φεύγω, θέλω ασυλία

    θα αποδράσω από τον τόπο αυτό.

    Με καταγγείλαν για εσχάτη ευαισθησία.

    Με καταδίκασαν σε ισόβιο κυνισμό.

     

    Ποτάμια, ερήμους και βουνά θα διασχίσω,

    πηγές ονείρων που μολύναν οι πολλοί.

    Θαμμένα ίχνη ιδεών θα ακολουθήσω

    μνήματα μνήμης που ξεχάσαν οι εκλεκτοί.

     

    Πέφτω, πεθαίνω, στέκομαι ξανά.

    Αντίστροφα μετράω.

    Κρύβω στα μάτια μια φωτιά.

    Και στη φωτιά πετάω.

     

    Τη μέρα αθέατος σε ενέδρες θα γυρίζω.

    Θα σαμποτάρω τις παγίδες κυνηγών.

    Συνοδοιπόρους μου τις νύχτες θα αντικρίζω.

    Λησμονημένους ποιητές χλωμών καιρών.

     

    Και όταν πια αποκαμωμένος θα ξαπλώσω

    και δεν θα αντέχω καταρράκτες να ανεβώ,

    του ανέμελου ήλιου τα παιδιά θα ανταμώσω,

    την έφηβη τους τη σοφία να ασπαστώ.

     

    Πέφτω, πεθαίνω, στέκομαι ξανά.

    Αντίστροφα μετράω.

    Κρύβω στα μάτια μια φωτιά.

    Και στη φωτιά πετάω.

  •  

     Σαν στο Brixton (The Clash)

    Αν την πόρτα σου βροντούν

    πως θα βγεις στη γειτονιά;

    Με τα χέρια ψηλά

    ή σφιγμένα σε γροθιά;

     

    Αν σε πνίγει η εξουσία

    πως θα αντισταθείς;

    Τρομαγμένος στη γωνιά σου

    ή στους δρόμους της γιορτής;

     

    Τα κορμιά μας σύνορα σας,

    μα αν τολμήστε θα ακουστούν

    όπλα σαν στο Brixton.

     

    Το χρήμα σε μεθάει.

    Τη ζωή σου εκεί πουλάς.

    Μα η ώρα σου σαν φθάσει

    να σε σώσει μη ζητάς.

     

    Του τρόμου εργοδότες.

    Βιτριόλι η αμοιβή.

    Το νοιώθουν Κωνσταντίνα.

    Καταρρέουν στην οργή.

     

    Τα κορμιά μας σύνορα σας,

    μα αν τολμήστε θα ακουστούν

    όπλα σαν στο Brixton.

     

    Θανάτου μετανάστης

    από όλμους Ταλιμπάν

    σε βόμβα της Αθήνας.

    Φτωχέ Χαμιντουλάν.

     

    Τους λεν μην απεργείτε.

    Καείτε στην δουλειά.

    Ο θρήνος με σπαράζει

    μα ο θυμός με ξεπερνά.

     

    Τα κορμιά μας σύνορα σας,

    μα αν τολμήστε θα ακουστούν

    όπλα σαν στο Brixton.

     

    Αν την πόρτα σου βροντούν

    Πως θα βγεις στη γειτονιά;

    Με τα χέρια ψηλά

    ή σφιγμένα σε γροθιά;

     

              Πέρα Από Την Άκρη Της Πόλης

    Βγήκα μοναχός πέρα απ’ την άκρη της πόλης

    Μακριά από τον γκρίζο ιστό της.

    Εκεί που ακούς τους κισσούς, ξωτικά να πλέκουν.

    Εκεί που οι ρίζες, που στραγγίζουν μυαλά,

    δεν μπορούν να απλωθούν.

     

    Διάβηκα από ίχνη που αφήσαν χαμένοι,

    σε αρχέγονες μνήμες κρυμμένοι.

    Με οδήγησαν σε φωτεινά μονοπάτια.

    Σκάβω το χώμα, της γης μου τα λόγια

    σκύβω να αφουγκραστώ…

     

    Δεν είσαι μόνος, είσαι στο κέντρο.

    Μην τους ακούς, σε θέλουν σε ύπνωση.

    Απόψε κόψε της θλίψης το δέντρο, να ανθίσει η ζωή,

    να αρχίσει η απογείωση πέρα από την άκρη της πόλης.

     

    Πέρα από την άκρη της πόλης

    Πέρα από την άκρη της πόλης θα σε βρω.

     

    Με έστειλε η σκέψη μου αμέσως σε σένα

    και σε αυτά που είχα καιρό ξεχασμένα.

    Σε αυτά που δεν μας κρατήσαν σε ένα.

    Των δυο μας τα λάθη,

    αδήλωτα πάθη τώρα μ’ ακολουθούν.

     

     Ξέρεις θυμάμαι απέξω τον αριθμό σου

    μα δεν θα ’ρθω μέσα απ’ τ’ ακουστικό σου.

    Θα πάρω φόρα ως του σπιτιού σου την πόρτα

    Θα σ’ απαγάγω απ’ τη χλωμή σου μορφή.

    Για μιαν άλλην αρχή.

     

    Δεν είσαι μόνη, είσαι στο κέντρο.

    Μην τους ακούς, σε θέλουν σε ύπνωση.

    Απόψε κόψε της θλίψης το δέντρο, να ανθίσει η ζωή,

    να αρχίσει η απογείωση πέρα από την άκρη της πόλης.

     Πέρα από την άκρη της πόλης

    Πέρα από την άκρη της πόλης θα σε βρω.

     

        Mack Ο Σουγιάς  

         (Bertolt Brecht)

    Έχει δόντια ο καρχαρίας

    Στα σαγόνια, φανερά.

    Έχει και ο Μαχκήθ μαχαίρι.

    Μα κρυμμένο το κρατά.

     

    Σαν δαγκώνει ο καρχαρίας

    Βγαίνουν κύματα ερυθρά

    Μα ο Μαχκήθ με άσπρα γάντια

    Κόκκινα ίχνη δεν ξεχνά.

     

    Κάποια Κυριακή ωραία

    Κάποιο πτώμα στη γωνιά.

    Και από απέναντι ποιός τρέχει;

    Τον φωνάζουν Μακ Σουγιά

     

    Και ο Σμουλ Μάγιερ αγνοείται

    Αν και πλούσιος ευγενής.

    Και ο Μακχήθ σκορπά το χρήμα

    Μα αποδείξεις δεν θα βρεις.

     

    Η Τζένη Τάουλερ ξαπλωμένη

    Με μαχαίρι στην καρδιά

    Και ο Μαχκήθ στην αποβάθρα

    Δεν γνωρίζει για όλα αυτά

     

    Και η μικρούλα, δήθεν χήρα

    Που όλοι ξέρουμε πως ζει

    Ξύπνησε κακοποιημένη

    Μακ ποια ήταν η αμοιβή;

     

    Κάποιοι μένουν στο σκοτάδι

    Κάποιοι βγαίνουν φανερά.

    Μα εσύ μόνο αυτούς διακρίνεις.

    Και όχι αυτούς που δρουν κρυφά.

    Μα εσύ μόνο αυτούς διακρίνεις.

    ΚΚαι όχι αυτούς που δρουν κρυφά.

     

             Φήμη Και Αφάνεια/span>

    Μαλώνανε η Φήμη κι η Αφάνεια

    Για ποιαν θα προτιμήσει ο Ποιητής.

    Μαγεύανε οι στίχοι του τα ουράνια

    Μα δεν τον γνώριζε στη γη κανείς.

     

    Της Φήμης, λίγοι διάβαιναν την πύλη

    και εκείνους δεν τους άντεχε ούτε αυτή.

    Στους κήπους της Αφάνειας, μύριοι χίλιοι

    μα δεν της ‘ριχναν μια ματιά κλεφτή.

     

    Και η Έμπνευση φυσά, γεμίζει το φεγγάρι.

    Άγρυπνος κανείς; Την αύρα της να πάρει.

    Η Έμπνευση φυσά, γεμίζει το φεγγάρι.

     

    Στις φίλες γνέφει η Φήμη για βοήθεια.

    Κοντά στον ποιητή της να βρεθούν.

    Η Αφέλεια, η Αίγλη, η Ζήλεια κι η Εγωπάθεια

    με επαίνους, κολακείες να τον μεθούν.

     

    Η Αφάνεια κρυφά του ψιθυρίζει:

    Με ασφάλεια στη σκιά μου δημιουργείς.

    Τι κι αν η Φήμη με όρκους σε γεμίζει;

    Στη λάμψη θα καείς, θα αφανιστείς

     

    Και η Έμπνευση φυσά, γεμίζει το φεγγάρι.

    Άγρυπνος κανείς; Την αύρα της να πάρει.

    Η Έμπνευση φυσά, γεμίζει το φεγγάρι.

     

    Μετράει ο Ποιητής τα όσα ειπωθήκαν.

    Στα αλήθεια και τις δυο ευχαριστώ.

    Τα ίχνη μου όμως μάγισσες τα βρήκαν

    Και με τα ξόρκια τους θα πορευτώ.

     

    Καιρός λοιπόν να φεύγω και έχω αργήσει.

    Στο διάβα μου καμιά δεν κυνηγώ

    Κι αν τέλος μια από σας θα με κερδίσει

    Εγώ για τους χαμένους τραγουδώ.

     

    Και η Έμπνευση φυσά, γεμίζει το φεγγάρι.

    Άγρυπνος κανείς; Την αύρα της να πάρει.

    Η Έμπνευση φυσά, γεμίζει το φεγγάρι.

     

          Χωρίς Λεφτά (Brendan Crocker)

    Αγκαλιάζει η αυγή

    Εμένα, εσένα, την πόλη αυτή

    Κάποιοι να βρουν δουλειά δεν μπορούν.

    Μέρα νύχτα τους ακούς

    Τις φοβίες, τους κρυφούς λυγμούς.

    Κάποιοι χωρίς λεφτά τριγυρνούν.

     

    Τους διακρίνεις καθαρά

    Στην οθόνη σου, και στην αγορά.

    Κάποιοι να βρουν δουλειά δεν μπορούν.

    Άλλες ώρες τους ξεχνάς

    Άλλες ώρες τους θυμάσαι κι όμως

    Κάποιοι χωρίς λεφτά τριγυρνούν.

     

    Εδώ τελειώνω εγώ

    Μα όλα τα άλλα κρατούν καιρό.

    Κάποιοι να βρουν δουλειά δεν μπορούν.

    Και όταν τέλος ξεχαστώ

    Άλλος θα λέει το τραγούδι αυτό

    Κάποιοι χωρίς λεφτά τριγυρνούν.

             

                Άφρονες Ρομαντικοί

    Να που ανταμώνουμε σε μια κοινή τροχιά

    μετά από ατέρμονες τυφλές διαδρομές.

    Στροβιλιστήκαμε σε οδύνες και ηδονές.

    Κορμιά που ελέγχουν το μυαλό

     

    Ήπιαμε θλίψη από κούπα σκοτεινή.

    Πιο σκοτεινή και απ' την ανθρώπινη τη φύση.

    Καθρέφτης πια ποτέ δεν θα αντικρίσει

    την πλανεμένη μας μορφή.

     

    Κι άξαφνα το φως διαστέλλεται.

    Κι άξαφνα το ρόδο ανθεί.

    Κι άξαφνα ο χρόνος πάγωσε

    και εμείς... άφρονες ρομαντικοί.

     

    Σέρνεται η σκέψη να βρει στίχους διαφυγής,

    παγιδευμένη σε δωμάτια που στενεύουν.

    Χάδια της νύχτας, μουσικές τη γοητεύουν.

    Αλυσοδένουν τη σιωπή.

     

    Κι άξαφνα η κραυγή δραπέτευσε.

    Κι άξαφνα άλλαξαν χρησμοί.

    Κι άξαφνα ο χρόνος πάγωσε

    και εμείς... άφρονες ρομαντικοί.

             

        Παράξενος Κόσμος (The Doors)

    Παράξενος κόσμος αν είσαι ξένος,

    με άσχημες φάτσες αν δεν είσαι γνωστός.

    Στρίγγλες γυναίκες σε αποφεύγουν.

    Άβατοι οι δρόμοι αν περνάς μοναχός.

     

    Για τον ξένο μορφές γεννά η βροχή στη σιωπή.

    Το όνομα σου θα ξεχαστεί στη σιωπή…

    στη σιωπή… στη σιωπή…

     

    Παράξενος κόσμος για τον μετανάστη.

    Δεν έχεις φωνή αν δεν έχεις δέρμα ανοιχτό.

    Ο ένοχος θα ‘σαι στην κάθε απάτη,

    ο στόχος, αν σπάσει το φίδι τ' αυγό.

     

    Για τον ξένο μορφές γεννά η βροχή στη σιωπή.

    Το όνομα σου θα ξεχαστεί στη σιωπή…

    στη σιωπή… στη σιωπή…

     

              Η Κυρία Αδιαφορεί (Talking Heads)

    Χαμογελάει και πηδάει απ’ το παράθυρο.

    Θαρρείς πως θα ’λεγε κάτι, μα της φάνηκε ανιαρό.

    Η κυρία αδιαφορεί, ω ναι η κυρία αδιαφορεί.

    Απλά γυρνά την πλάτη, ξεφεύγει. Μ’ αρέσει αυτό το στυλ.

     

    Μικρό πλωτό κυλά στο ποτάμι, δες, τρυπά την καταχνιά.

    Αράζει αυτή εκεί όπου θελήσει και ξαναξεκινά.

    Λοιπόν δεν με ενοχλεί, καθόλου δεν μ‘ ενοχλεί

    και ότι κάνει αυτή είναι εντάξει. Μ’ αρέσει αυτό το στυλ.

     

    Πάνω-κάτω έλα δες που πετώ.

    Νιώθω παράξενα ωραία.

    Ξέρω, αρκεί. Μοιάζει υποκριτική.

    Κάλυψ’ τα αυτιά σου για ν’ ακούς τι σου λεω.

    Δεν χάθηκα, μα δεν ξέρω τι είναι εδώ. Έχω απορία.

    Όλα καλά. Περνάμε εδώ καλά.

    Ποιος ξέρει τι σκέφτομαι αλήθεια.

     

    Η αγάπη λέει δεν την ορίζει μα όλοι ξέρουνε

    όταν κοιτάει στον καθρέφτη πόθοι την πνίγουνε.

    Η κυρία αδιαφορεί, ω ναι η κυρία αδιαφορεί.

    Απλά γυρνά την πλάτη, ξεφεύγει. Μ’ αρέσει αυτό το στυλ.

     

    Πάνω-κάτω, να ’μαστε ξανά.

    Δεν ξέρω, δεν ξέρω τι λέω.

    Νιώθω σαφώς πολύ αλλιώτικα.

    Μιλά και εκείνη πως νοιώθει.

    Ε τι έκπληξη ήταν αυτή. Μου λες το ίδιο.

    Έλα τώρα, λέει ότι θέλει αυτή.

    Ποιος ξέρει τι σκέφτεται αλήθεια.

     

              Σε Έκτη Αίσθηση

    Σταμάτα να γυρνάς στης κάμαρας μου τη σιγή,

    η δύση πριν να σβήσει, πριν να κλείσει η πληγή.

    Εκεί που λέω, τώρα μοναχός θα γιατρευτώ,

    προβάλλει η μορφή σου μαγεμένο ξωτικό.

     

    Σταμάτα να αναδύεσαι απ’ τον πάτο του ποτού

     Κρυστάλλινη αντανάκλαση στο αλκοόλ του ποτηριού.

    Η ανάσα σου, τη ζάλη μου φουντώνει πιο πολύ

    καθώς μου ψιθυρίζει: Ήρθα για άλλο ένα φιλί.

     

    Μα αν είναι όταν φεύγεις, να πεθαίνω κάθε αυγή,

    σε φλόγες τυλιγμένος, σε ηλιαχτίδες και ενοχή,

    ας μείνεις μια παραίσθηση, αγκαλιά παντοτινή.

    Δραπέτευση σε έκτη αίσθηση.

     

    Σταμάτα να γυρνάς σαν να μην έλειψες ποτέ.

    Να αλλάζεις τα όνειρα μου σε πύρινα από μπλε.

    Αδειάζει το μυαλό μου στην θαμπή σου τη φωνή.

    Τις νύχτες με ανασταίνει η δική σου προσμονή.

     

    Μα αν είναι όταν φεύγεις, να πεθαίνω κάθε αυγή,

    σε φλόγες τυλιγμένος, σε ηλιαχτίδες και ενοχή,

    ας μείνεις μια παραίσθηση, αγκαλιά παντοτινή.

    Δραπέτευση σε έκτη αίσθηση.

     

     Κατακτητής (Procol Harum)

    Κονκισταδόρε το άτι σου

    μονάχο τριγυρνά.

    Και εσύ σαν φωτοστέφανο

    που αγνότητα ξερνά.

    Η πανοπλία σου δεν κράτησε

    την λάμψη που 'χε στην αρχή.

    Στην περικεφαλαία σου

    ίχνη δεν βλέπω από ζωή.

    Δεν έχω ελπίδα πια, κάτι να βρω 

    ένα λαβύρινθο να πορευτώ.

     

    Κατακτητή η ασπίδα σου

    όρνεο φιλοξενεί

    και στο θηκάρι σου η σκουριά

    χορτάριασε και ανθεί.

    Και αν και το πετραδένιο ξίφος σου

    δεν έχει συληθεί,

    το αυταρχικό σου πρόσωπο

    στο κύμα έχει πλυθεί.

    Δεν έχω ελπίδα πια, κάτι να βρω 

    ένα λαβύρινθο να πορευτώ.

     

    Κατακτητή τα σέβη μου,

    ώρα να αποχωρώ. 

    Κι αν ήρθα εδώ σαν χλευαστής,

    τώρα πια σε θρηνώ.

    Καθώς οι ακτίνες απ' το ημίφως σκαν

    διώχνει την απουσία το παν.

    Κι έστω κι αν ήρθες με σπαθί σκληρός,

    κραταιός δεν φεύγεις, μα νεκρός

    Δεν έχω ελπίδα πια, κάτι να βρω 

    ένα λαβύρινθο να πορευτώ.

     

                Λίκνισμα

    (Rockaby του Samuel Beckett)

    Ώσπου στο τέλος έφτασε η μέρα

    στο τέλος έφτασε το τέλος ατέλειωτης μέρας

    που είπε στον εαυτό της ποιον άλλον να πει;

    καιρός να σταματήσει

    καιρός να σταματήσει να πηγαίνει

    πέρα - δώθε

    όλη μάτια ολόγυρα

    πάνω κάτω

    Για κάποιαν άλλη

    Έτσι στο τέλος επέστρεψε μέσα

    το στόρι ανέβασε κοιτώντας απ’ το παράθυρο της

    τα απέναντι παράθυρα κοιτώντας κρυφά

    παράθυρα μονάχα

    τα απέναντι παράθυρα κοιτώντας

    πέρα - δώθε

    όλη μάτια ολόγυρα

    πάνω κάτω

    Για κάποιαν άλλη

    Για κάποιαν άλλη σαν κι αυτήν

    έστω και λίγο σαν κι αυτήν

    μιαν άλλη ύπαρξη υπαρκτή

    έστω και μία υπαρκτή

    Ώσπου στο τέλος κοίταξε απ’ το τζάμι

    αχόρταγα μάτια σαν της ίδιας

    μην τύχει και δει

    στα απέναντι παράθυρα να ψάχνει και αυτή

    για ύπαρξη μονάχη

    για ύπαρξη μονάχη που κοιτάζει

    πέρα - δώθε

    όλη μάτια ολόγυρα

    πάνω κάτω

    Για κάποιαν άλλη

    Έτσι στο τέλος έκλεισε το στόρι

    κατέβηκε τη σκάλα ως την παλιά κουνιστή πολυθρόνα

    και εκεί που λικνιζόταν με μάτια κλειστά

    της λέει να σταματήσει

    της λέει να σταματήσει να κινείται

    πέρα - δώθε

    όλη μάτια ολόγυρα

    πάνω κάτω

    Για κάποιαν άλλη

    Για κάποιαν άλλη σαν κι αυτήν

    έστω και λίγο σαν κι αυτήν

    μιαν άλλη ύπαρξη υπαρκτή

    έστω και μία υπαρκτή

    Ώσπου στο τέλος έφτασε η μέρα

    στο τέλος έφτασε το τέλος ατέλειωτης μέρας

    που λέει στην πολυθρόνα

    ποιαν άλλην να πει;

    καιρός να σταματήσει

     

        Στο Νόμο Ορμώ (The Clash)

    Βράχια σπάω σε ήλιο καυτό

    Χάνω στο νόμο και στο νόμο ορμώ

    Χάνω στο νόμο και στο νόμο ορμώ

    Πολλές οι ανάγκες μα καθόλου ρευστό

    Χάνω στο νόμο και στο νόμο ορμώ

    Χάνω στο νόμο και στο νόμο ορμώ

     

    Καιρός μωρό μου να βρεις άλλη αγκαλιά

    Το τραίνο μου φεύγει αδειανό

    Οι μέρες μας μαύρες μα οι νύχτες φωτιά

    Χάνω στο νόμο και στο νόμο ορμώ

    Χάνω στο νόμο και στο νόμο ορμώ

     

    Τώρα με εξάσφαιρο σκαστός τριγυρνώ

    Χάνω στο νόμο και στο νόμο ορμώ

    Χάνω στο νόμο και στο νόμο ορμώ

    Κι αν με εντοπίσουν δεν θα παραδοθώ

    Χάνω στο νόμο και στο νόμο ορμώ

    Χάνω στο νόμο και στο νόμο ορμώ

     

    Καιρός μωρό μου να βρεις άλλη αγκαλιά

    Το τραίνο μου φεύγει αδειανό

    Οι μέρες μας μαύρες μα οι νύχτες φωτιά

    Χάνω στο νόμο και στο νόμο ορμώ

    Χάνω στο νόμο και …

     

               Πρίγκιπες

    (Μια νύχτα στα Εξάρχεια)

    Με πετύχαν στη Τζαβέλα

    μια νύχτα στα Εξάρχεια.

    Τη νύχτα του χαμού.

    Ξέραν δεν οπλοφορούσα,

    απλά χαμογελούσα,

    κι αυτοί δεν το μπορούν.

     

    Και με πυροβολήσαν

    στο όνομα του νόμου,

    της εξουσίας της στολής.

    Και κλέψαν τα όνειρά μου.

    Τα πρόλαβε μια σφαίρα

    με την ακρίβεια της βολής.

     

    Χτυπήστε με γουρούνια.

    Σκοτώστε με γρανάζια.

    Το αίμα μου θα αναδυθεί

    και θα ξυπνήσει όλους

    τους πρίγκιπες που είχαν

    για μια γενιά αποκοιμηθεί.

     

    Τηλεθεατές ψελλίζουν,

    αθέατοι σαπίζουν,

    μα η νιότη θα εκραγεί.

    Πόσες πια μεμονωμένες

    θυσίες θα ανεχτούμε;

    Το ρόδο αιμορραγεί.

     

    Χτυπήστε μας γουρούνια.

    Ανθρωποειδή κοπάδια.

    Η οργή μας θα σας καταπιεί

    και θα ξυπνήσει όλους

    τους πρίγκιπες που είχαν

    για μια γενιά αποκοιμηθεί.

     

                     Κοπέλα Ciao

    Τη μέρα εκείνη, καθώς ξυπνούσα

    Κοπέλα ciao! bella ciao!

    bella ciao, ciao, ciao!

    Τη μέρα εκείνη, καθώς ξυπνούσα

    γνώρισα τον κατακτητή.

     

    Ω παρτιζάνε θα’ ρθω μαζί σου.

    Κοπέλα ciao! bella ciao!

    bella ciao, ciao, ciao!

    Ω παρτιζάνε θα’ ρθω μαζί σου.

    Νιώθω το θάνατο κοντά.

     

    Κι αν θα πεθάνω σαν παρτιζάνος

    Κοπέλα ciao! bella ciao!

    bella ciao, ciao, ciao!

    Aν θα πεθάνω σαν παρτιζάνος

    να πάρεις το κορμί μου εσύ.

     

    Και να με θάψεις στα κορφοβούνια

    Κοπέλα ciao! bella ciao!

    bella ciao, ciao, ciao!

    Ναι να με θάψεις στα κορφοβούνια

    Στον ίσκιο ενός ωραίου ανθού.

     

    Και όλοι εκείνοι που θα περνάνε,

    Κοπέλα ciao! bella ciao!

    bella ciao, ciao, ciao!

    Και όλοι εκείνοι που θα περνάνε,

    θα λένε “Τι όμορφος ανθός!”

     

    Θα είναι το άνθος του παρτιζάνου

    Κοπέλα ciao! bella ciao!

    bella ciao, ciao, ciao!

    Θα είναι το άνθος του παρτιζάνου

    που έπεσε για λευτεριά.

     

     

     

     

       

                                     

 

 

 

 

 

 

 

 

mp3 mp3 mp3 /font>